ὀψιγαμίου

ὀψιγαμίου
ὀψιγάμιον
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οψιγαμίου — ὀψιγαμίου γραφή, ἡ (Α) [οψίγαμος] ποινική δίωξη για αναβολή τού γάμου πέρα από το καθιερωμένο όριο ηλικίας, αλλ. οψιγαμίου δίκη …   Dictionary of Greek

  • αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… …   Dictionary of Greek

  • κακογαμίου, γραφή — Η μήνυση εναντίον όποιου είχε συνάψει ανάρμοστο γάμο στην αρχαία Σπάρτη. Στη γ.κ. αναφέρεται ο Πλούταρχος, ο οποίος μαρτυρεί ότι «ην εν Σπάρτη και αγαμίου δίκη και οψιγαμίου και κακογαμίου». Γενικά στη Σπάρτη ίσχυαν διάφοροι περιορισμοί που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”